πατροπαραδότων

πατροπαραδότων
πατροπαράδοτος
handed down from one's fathers
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • PHARISAEI — secta quaedam apud Iudaeos, orta temporibus belli Punici tertii, cuius sectae homines, non modo victu vitaeque institutô a reliquo vulgo secreti erant, sed etiam veste et corporis cultu, quapropter Pharisaei vocantur, quae dictio idem Hebraeis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δρυΐδες — Μέλη του ανώτατου ιερατείου των αρχαίων Κελτών, οι οποίοι είχαν διαμορφώσει ιδιαίτερη θρησκεία, τον δρυϊδισμό, που βασιζόταν στις δικές τους διδασκαλίες και στις σχετικές με αυτές λατρείες. Οι αναφορές για τους δ. χρονολογούνται τουλάχιστον από… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • επαγγελματικός προσανατολισμός — Κοινωνική υπηρεσία που προσφέρει διευκρινίσεις και συμβουλές σχετικά με την εκλογή της σχολικής κατεύθυνσης, σε συνάρτηση με αυτήν της επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του καθενός και… …   Dictionary of Greek

  • επιλογή, επαγγελματική — Διαδικασία, με σκοπό την κατάληψη ορισμένου αριθμού κενών θέσεων εργασίας από διαγωνιζόμενους κατά τεκμήριο ικανότερους, λόγω των συνολικών ατομικών προσόντων τους, και τον αποκλεισμό εκείνων που είτε είναι υπεράριθμοι είτε δεν κρίνονται ικανοί… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”